- άρπυια
- (harpyia). Ονομασία ενός εντόμου, ενός θηλαστικού και ενός πουλιού. 1. Έντομο της οικογένειας των νωτοδοντιδών. Έχει φτερά υπόλευκα και θυσάνους από τρίχες στη βάση των κεραιών. Μερικά είδη ζουν στην Ευρώπη. 2. Θηλαστικό ζώο της οικογένειας των πτεροποδιδών. Πρόκειται για νυχτερίδα, που τα ρουθούνια της προεκτείνονται σαν σωλήνες και η οποία ζει αποκλειστικά στην ινδομαλαισιανή περιοχή. 3. Ημερόβιο αρπακτικό πουλί της οικογένειας των ιερακιδών. Έχει μεγάλο μέγεθος, χρώμα φτερών καστανόγκριζο, μεγάλα γαμψά νύχια και ανορθωμένο λοφίο. Το μήκος του σώματός του ξεπερνά το 1 μ. και οι φτερούγες του έχουν άνοιγμα 2,5 μ. Το είδος α. η γνήσια, γνωστό και ως θρασάετος, ζει στα δάση του Αμαζονίου και δεν διστάζει να επιτεθεί και εναντίον μεγαλόσωμων ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.